νυκτήγρετον

νυκτήγρετον
νυκτήγρετον, τὸ (Α)
μυθικό φυτό τής Ανατολής για το οποίο έλεγαν ότι έλαμπε κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + θ. ηγρε- τού ἐγείρω (πρβλ. νυκτηγρετώ) με έκταση εν συνθέσει].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χηναμύχη — ἡ, Α το μυθικό φυτό νυκτήγρετον* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”